Το καλοκαίρι δεν είναι πια αυτό που ήταν...
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ στην εφημερίδα, πριν από την κλασική άδεια της θερινής ραστώνης. Που σημαίνει- σε απλά ελληνικάότι κλείνω στον υπολογιστή το αρχείο των «ΝΕΩΝ» μέχρι τον Σεπτέμβρη και αφήνω σταθερά ανοιχτό το αρχείο της τηλεοπτικής σειράς. Αυτό για μένα σημαίνει «διακοπές» τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια..Μια ανάσα βδομαδιάτικη είναι η καλύτερη τιμή που μου κάνει πια η ζωή μου... Δεν γκρινιάζω... Υπάρχουν και.. χειρότερα...
Υπήρχαν και καλύτερα... Και το κακό είναι ότι τα θυμάμαι... Οπως τα θυμόμαστε όλοι. Διότι η μνήμη αυτού του λαού- εκτός από ασθενής- είναι ΚΑΙ επιλεκτική...
Και θυμόμαστε... Τα καλοκαίρια που οι παραλίες, το χάραμα, έπαιρναν το εκτυφλωτικό χρώμα του οινοπνεύματος. Θυμόμαστε τις θάλασσες με φύκια, αχινούς και πεταλίδες (τις ξεκολλάγαμε υπομονετικά με το σουγιαδάκι)... Χωρίς πλαστικά ποτήρια να επιπλέουν, χωρίς την αποθέωση του βλακώδους καταναλωτισμούμεταμφιεσμένη σε άχρηστα υποπροϊόντανα ξεβράζεται στην άμμο...
ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ έναν ουρανό χωρίς όζον, έναν ήλιο χωρίς καρκίνο, ένα μπλε ολόλαμπρο χωρίς ρύπους, νέφη, καυσαέρια...
Θυμόμαστε μια Ελλάδα με βαθιές εισπνοές... Εισπνοές που- σαν αποσκευές - μας ακολουθούσαν τους μήνες του χειμώνα. Τους μήνες της δουλειάς, των σπουδών, της καθημερινότητας, της φθοράς, του «κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια»... ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ παιδιά που κλωτσάγανε το τόπι στις αλάνες... Θυμόμαστε τις ίδιες τις αλάνες... Θυμόμαστε το κουτσό στα τετράγωνα πλακάκια των πεζοδρομίων... Το σχοινάκι, το κυνηγητό και το κρυφτό...
Θυμόμαστε ευτελή- κι όμως πολύτιμα- παι χνίδια: το μικρό αυτοκινητάκι, τον μολυβένιο στρατιώτη, την ξεμαλλιασμένη κούκλα, το διαλυμένο επιτραπέζιο που του λείπανε τα μισά πιόνια και τα αντικαθιστούσαμε με χαλίκια...
ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ γέλια και καβγαδάκια και έρωτες παιδικούς, πλην αβυσσαλέους... Θυμόμαστε μαμάδες να βγαίνουν την ώρα του φαγητού και να μας μαζεύουν... Θυμόμαστε τα παγωτά ξυλάκια, τον πασατέμπο, το θερινό σινεμά της γειτονιάς... Θυμόμαστε την ίδια τη γειτονιά...
Θυμόμαστε... Εμείς, τα παιδιά «με το γρατσουνισμένο γόνατο»... Η μυρωδιά του οινοπνεύματος που έτσουζε πάνω στην πληγή, το ιώδιο- παράσημο μιας γενιάς που γνώρισε την παιδική ηλικία... Και την κουβαλάει μέσα της... Σαν την πληγή απ΄ το γρατσουνισμένο γόνατο... Σαν το τραύμα που έκλεισε... Αλλά μια τόση δα, σχεδόν αόρατη, ουλή πάντα θα στο θυμίζει...
Και οι νύχτες διάσπαρτες από ράντζα που μέτραγαν τα αστέρια... Ετσι κοιμόταν ο κόσμος τότε. Χωρίς κλιματιστικά, χωρίς κλειδωμένες πόρτες, χωρίς αμπαρωμένα παράθυρα... Με ένα τρανζιστοράκι να τους νανουρίζει απαλά... Και το πρώτο φως της μέρας να τους χαϊδεύει το νυσταγμένο πρόσωπο...
Τι γράφω- τι περιγράφω σήμερα;
Μια άλλη εποχή, μια άλλη χώρα, έναν άλλο πλανήτη, μια άλλη στρατόσφαιρα; Η επιλεκτική μου μνήμη έχει τρυπώσει στα αρχεία του υπολογιστή και δεν λέει να με αφήσει σε ησυχία.
Κι αυτό το «θυμάμαι» πονάει... Οπως κάθε τι που είναι ακόμα ζωντανό, ακόμα υπαρκτό, ακόμα «παρών και τα πάντα πληρών». Κι αν οι βαθιές ανάσες κρύβονται σε επώδυνες αναδρομές, αξίζουν τον κόπο... Νομίζω...
«Σπάνια όταν προσπίπτει η θάλασσα στα πόδια μου Και μου ζητάνε οι αφροί συγγνώμη Διαλυόμενη τότε, είναι η αλήθεια συγκινούμαι...
Πόσο να κρατήσει ο θυμός;
Δεν το έκανε εκ προμελέτης η ρηχότητα που είμαστε.
Ούτε μας έδωσαν γραπτή την παρουσία τους τα βάθη.
Και ξεδίνω λιγάκι...
Ακομπανιάρω τους λουόμενους Στο αδελφωμένο ασματίδιο της επίπλευσης». Κική Δημουλά, «Τα πάτρια όρη» Καλό καλοκαίρι- όπου, όπως το βρούμε...
Με βαθιές ανάσες- όπου, όπως τις βρούμε... Τα ξαναλέμε τον Σεπτέμβρη- όπου και όπως μπορούμε!
Της ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ