Ποιο είναι το χρέος της χώρας μας;;;
Το χρέος της Ελλάδας, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, σε ξένες τράπεζες έφθασε στα 297,2 δισεκατομμύρια δολάρια στις 31 Μαρτίου του 2010, σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε σήμερα η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements, BIS) με την τριμηνιαία έκθεσή της.Υψηλότερο από της Ελλάδας είναι το αντίστοιχο χρέος τόσο της Ιρλανδίας (843,8 δισ. δολάρια) όσο και της Πορτογαλίας (322,4 δισ. δολάρια) και της Ισπανίας (1.102,6 δισ. δολάρια). Το χρέος του ελληνικού Δημοσίου άγγιξε τα 92,5 δισ. δολάρια, έναντι 29,7 δισ. δολάρια του.. ιρλανδικού, 62,9 του πορτογαλικού και 127,6 του ισπανικού δημόσιου τομέα.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν υποχρεώσεις σε ξένες τράπεζες 26,1 δισ. δολαρίων, ποσό χαμηλότερο σε σχέση με τις υποχρεώσεις των τριών άλλων χωρών. Οι άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις της Ελλάδας έχουν υποχρεώσεις στο εξωτερικό ύψους 83,2 δισ. δολαρίων, ποσό που επίσης είναι σημαντικά μικρότερο από τις άλλες τρεις χώρες της ευρωζώνης.
Υπάρχει και ένα κονδύλι ύψους 95,2 δισ. δολαρίων για άλλες υποχρεώσεις της Ελλάδας, το οποίο αντιστοιχεί στην αγοραία αξία παραγώγων, σε πιστωτικές δεσμεύσεις και εγγυήσεις, χωρίς να αναλύεται η διάκρισή του μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ελλάδας διακρατούν οι γαλλικές τράπεζες (111,6 δισ. δολάρια), ακολουθούμενες από τις γερμανικές (51 δισ. δολάρια) και τις αμερικανικές (41,2 δισ. δολάρια).
Η BIS διαπιστώνει ότι γενικά οι ευρωπαϊκές τράπεζες διακρατούν στα χαρτοφυλάκιά τους ένα σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ομολόγων χωρών της ευρωζώνης με υψηλότερη απόδοση - όπως της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας - σε σχέση με τις τράπεζες των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Μεγάλης Βρετανίας, οι οποίες κατέχουν υψηλότερο ποσοστό ομολόγων του Δημοσίου της Γερμανίας και της Γαλλίας. Αυτό, σύμφωνα με τη BIS, εξηγείται από το γεγονός ότι τα ομόλογα των χωρών με υψηλές αποδόσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρο για άντληση ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αλλά και από το ότι οι μη ευρωπαϊκές τράπεζες δυσκολεύονται περισσότερο να αξιολογήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο δανεισμού σε χώρες της ευρωζώνης.