Γίνε μέλος στην παρέα μας στο Facebook. Απλά κάνε Like!!

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Botox για όλα..

Βρετανοί επιστήμονες έχουν αναπτύξει ένα νέο τρόπο διάσπασης, σύνθεσης και αναδόμησης μορίων του Μπότοξ, ώστε να βελτιώσουν τη σύνθεσή του και να μπορεί να αντιμετωπίζει συμπτώματα ασθενών που πάσχουν από νόσο του Πάρκινσον, εγκεφαλική παράλυση και χρόνια ημικρανία.

Τις μελέτες κάνουν ερευνητές στο Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας του Συμβουλίου Ιατρικής Έρευνας της Βρετανίας.

«Θα είναι πλέον δυνατό να παραχθούν φάρμακα με βάση το Μπότοξ με πιο ασφαλή και οικονομικό τρόπο», δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας, Μπάζμπεκ Νταβλέτοφ.

Η νέα φαρμακευτική ουσία που προκύπτει από την ειδική μοριακή επεξεργασία φέρεται να είναι κατάλληλη για κλινική και θεραπευτική χρήση, χωρίς να...

έχει τις ανεπιθύμητες τοξικές παρενέργειες του κανονικού Μπότοξ.

Τα τελευταία χρόνια, το Μπότοξ χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για θεραπευτικούς σκοπούς, καθώς οι γιατροί εκμεταλλεύονται την ικανότητά του να χαλαρώνει τους μυς.

Η ιδιότητά του αυτή βοηθά να καταπολεμηθούν εκτός από τις ρυτίδες, οι σπασμοί και το τρέμουλο σε ασθενείς οι οποίοι πάσχουν από Πάρκινσον ή απλώς από επίμονο πονοκέφαλο.

Τον Ιούλιο, μάλιστα, η Βρετανία έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο που επέτρεψε την χρήση του Μπότοξ ως αναλγητικού για τις χρόνιες ημικρανίες.

Όμως στην πρωτογενή μορφή της η ουσία έχει τρομερά τοξική δράση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε πολύ αραιωμένη μορφή, πράγμα που είχε περιορίσει ως τώρα την θεραπευτική χρησιμότητά της.

Όμως η νέα ανακάλυψη μπορεί να επιτρέψει στους επιστήμονες να παράγουν νέα είδη Μπότοξ, τα οποία θα είναι πολύ λιγότερο τοξικά και πολύ πιο χρήσιμα για θεραπευτικούς σκοπούς.

«Ήταν η πρώτη φορά που καταφέραμε να διαχειριστούμε τα μόρια των πρωτεϊνών ως δομικούς λίθους, ανακατεύοντάς τα και ξανασυναρμολογόντας τα, προκειμένου να δημιουργήσουμε μια νέα βάση για θεραπείες, η οποία μέχρι τώρα δεν ήταν δυνατή», εξηγεί ο Νταβλέτοφ.

Ο πρώτος στόχος των ερευνητών είναι η δημιουργία, με βάση το «νέο Μπότοξ», ενός αναλγητικού μακράς δράσης, που θα διαρκεί τέσσερις έως έξι μήνες.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση PNAS.