Άρειος Πάγος: Δεν ισχύει στο Ίντερνετ το απόρρητο των επικοινωνιών
Δεν ισχύει στο Διαδίκτυο το απόρρητο των επικοινωνιών, σύμφωνα με γνωμοδότηση του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα όργανα της Δικαιοσύνης μπορούν να ζητούν από τους παρόχους Διαδικτύου τα στοιχεία των χρηστών που αναρτούν υβριστικά μηνύματα σε blogs, ή προβαίνουν σε...
άλλες παράνομες πράξεις, χωρίς να απαιτείται άδεια από την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών. Πρόκειται για την τρίτη κατά σειράν γνωμοδότηση για το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η νέα γνωμοδότηση του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανάσιου Κατσιρώδη, βρίσκεται σε συμφωνία με τις προηγούμενες γνωμοδοτήσεις του τέως εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γιώργου Σανιδά, και του νυν εισαγγελέα, Ιωάννη Τέντε.
Ο κ. Κατσιρώδης επανήλθε στο θέμα ύστερα από ερώτημα του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Αστυνομίας. Ειδικότερα, το Τμήμα υπέβαλε το ερώτημα εάν ισχύουν οι δύο προηγούμενες γνωμοδοτήσεις μετά την επικύρωση της οδηγίας 2008/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το νόμο 3917/2011.
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση Σανιδά, οι εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές, και πολύ περισσότερο τα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια, δικαιούνται να ζητούν από τους παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών τα «ηλεκτρονικά ίχνη» μιας εγκληματικής πράξεως, όπως είναι η ημέρα-χρονολογία και τα προσωπικά στοιχεία του χρήστη.
Σύμφωνα με τον κ. Σανιδά, οι εταιρείες υποχρεούνται να παραδίδουν τα στοιχεία χωρίς να προηγείται άδεια της ΑΔΑΕ.
Στη γνωμοδότησή του είχαν αντιδράσει τότε το ΠΑΣΟΚ, η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
«Δεν ισχύει το απόρρητο»
Στη γνωμοδότησή του το 2009, ο κ. Σανιδάς εκτιμούσε ότι τα ιστολόγια δεν καλύπτονται από το συνταγματικό απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας, που κατοχυρώνονται από το άρθρο 19 του Συντάγματος. Το απόρρητο δεν καλύπτει επίσης τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, όπως είναι το ονοματεπώνυμο συνδρομητή, οι αριθμοί τηλεφώνων, ο χρόνος και ο τόπος της κλήσεως κλπ.
Σύμφωνα με την ίδια γνωμοδότηση, οι Αρχές μπορούν να αίρουν το απόρρητο για όσους αναρτούν υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά δημοσιεύματα, ή φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας, ή διαπράττουν εν γένει εγκλήματα. Επίσης, ο κ. Σανιδάς σημείωνε ότι, στην περίπτωση του Διαδικτύου, η ΑΔΑΕ δεν δικαιούται να ελέγξει αν είναι έννομες οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης για άρση του απορρήτου.
Μετά τη γνωμοδότηση Σανιδά ακολούθησε το ίδιο έτος η γνωμοδότηση του κ. Τέντε, ο οποίος επανέλαβε τις θέσεις του προκατόχου του. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εκτιμούσε ότι για την επικοινωνία μέσω Ίντερνετ «δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος προστασίας του απορρήτου» στις περιπτώσεις που αναρτώνται υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά δημοσιεύματα.
Αυτό σημαίνει ότι για τις παράνομες πράξεις στο Διαδίκτυο δεν απαιτείται η διαδικασία άρσης του απορρήτου που ισχύει για άλλες μορφές επικοινωνίας.
Με τη νέα απόφασή του, ο κ. Κατσιρώδης στηρίζει τις δύο προηγούμενες γνωμοδοτήσεις. Επισημαίνει πάντως ότι οι γνωμοδοτήσεις του 2009 «δεν αφορούν αιτήματα οποιωνδήποτε ''αρμόδιων αρχών'', αλλά αιτήματα ανακριτικών αρχών, που ενεργούν σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές για παροχή έννομης προστασίας».
tanea
άλλες παράνομες πράξεις, χωρίς να απαιτείται άδεια από την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών. Πρόκειται για την τρίτη κατά σειράν γνωμοδότηση για το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η νέα γνωμοδότηση του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανάσιου Κατσιρώδη, βρίσκεται σε συμφωνία με τις προηγούμενες γνωμοδοτήσεις του τέως εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Γιώργου Σανιδά, και του νυν εισαγγελέα, Ιωάννη Τέντε.
Ο κ. Κατσιρώδης επανήλθε στο θέμα ύστερα από ερώτημα του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Αστυνομίας. Ειδικότερα, το Τμήμα υπέβαλε το ερώτημα εάν ισχύουν οι δύο προηγούμενες γνωμοδοτήσεις μετά την επικύρωση της οδηγίας 2008/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το νόμο 3917/2011.
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση Σανιδά, οι εισαγγελικές, ανακριτικές και προανακριτικές αρχές, και πολύ περισσότερο τα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια, δικαιούνται να ζητούν από τους παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών τα «ηλεκτρονικά ίχνη» μιας εγκληματικής πράξεως, όπως είναι η ημέρα-χρονολογία και τα προσωπικά στοιχεία του χρήστη.
Σύμφωνα με τον κ. Σανιδά, οι εταιρείες υποχρεούνται να παραδίδουν τα στοιχεία χωρίς να προηγείται άδεια της ΑΔΑΕ.
Στη γνωμοδότησή του είχαν αντιδράσει τότε το ΠΑΣΟΚ, η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
«Δεν ισχύει το απόρρητο»
Στη γνωμοδότησή του το 2009, ο κ. Σανιδάς εκτιμούσε ότι τα ιστολόγια δεν καλύπτονται από το συνταγματικό απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας, που κατοχυρώνονται από το άρθρο 19 του Συντάγματος. Το απόρρητο δεν καλύπτει επίσης τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας, όπως είναι το ονοματεπώνυμο συνδρομητή, οι αριθμοί τηλεφώνων, ο χρόνος και ο τόπος της κλήσεως κλπ.
Σύμφωνα με την ίδια γνωμοδότηση, οι Αρχές μπορούν να αίρουν το απόρρητο για όσους αναρτούν υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά δημοσιεύματα, ή φωτογραφίες παιδικής πορνογραφίας, ή διαπράττουν εν γένει εγκλήματα. Επίσης, ο κ. Σανιδάς σημείωνε ότι, στην περίπτωση του Διαδικτύου, η ΑΔΑΕ δεν δικαιούται να ελέγξει αν είναι έννομες οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης για άρση του απορρήτου.
Μετά τη γνωμοδότηση Σανιδά ακολούθησε το ίδιο έτος η γνωμοδότηση του κ. Τέντε, ο οποίος επανέλαβε τις θέσεις του προκατόχου του. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εκτιμούσε ότι για την επικοινωνία μέσω Ίντερνετ «δεν συντρέχει δικαιολογητικός λόγος προστασίας του απορρήτου» στις περιπτώσεις που αναρτώνται υβριστικά, απειλητικά ή εκβιαστικά δημοσιεύματα.
Αυτό σημαίνει ότι για τις παράνομες πράξεις στο Διαδίκτυο δεν απαιτείται η διαδικασία άρσης του απορρήτου που ισχύει για άλλες μορφές επικοινωνίας.
Με τη νέα απόφασή του, ο κ. Κατσιρώδης στηρίζει τις δύο προηγούμενες γνωμοδοτήσεις. Επισημαίνει πάντως ότι οι γνωμοδοτήσεις του 2009 «δεν αφορούν αιτήματα οποιωνδήποτε ''αρμόδιων αρχών'', αλλά αιτήματα ανακριτικών αρχών, που ενεργούν σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές για παροχή έννομης προστασίας».
tanea