O Γερμανός ολυμπιονίκης του κανόε σλάλομ είναι Έλληνας
ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΤΡΩΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ
Οι Γερμανοί, όχι μόνο κουνούσαν πονηρά το δάκτυλο δείχνοντας τον Σιδέρη Τασιάδη, αλλά δεν έκρυβαν καν ότι αυτός ο αθλητής θα φθάσει ψηλά. Σε ηλικία μόλις 22 ετών (γεννημένος στις 7 Μαϊου 1990) κατάφερε να ανεβεί στο 2ο σκαλί του βάθρου στους....
Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου στο Κανόε Σλάλομ, τα στιγμή που εμείς στη χώρα μας αναζητούμε ακόμη τον αθλητή ή την αθλήτρια που θα καταφέρει να μπει σ' έναν τελικό.
Ο Τασιάδης αντιμετώπισε με τόλμη μεγάλα ονόματα του αγωνίσματος σε μια δύσκολη πίστα όπως αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων και κατάφερε να κερδίσει το ασημένιο μετάλλιο, δείχνοντας τη στόφα ενός μεγάλου αθλητή.
Γεννήθηκε στο χωριό Κόμαρα κοντά στην Ορεστιάδα και σε ηλικία 10 ετών η οικογένειά του μετανάστευσε στη Γερμανία από τον ακριτικό Έβρο. Από τότε διαμένει μόνιμα στην πόλη 'Αουγκσμπουργκ, όπου και προπονείται. Ανήκει στο σύλλογο «Kanu Schwaben» και γυμνάζεται υπό την επίβλεψη του Κλάους Γκέμπχαρντ και του Γιούργκεν Κόλλερ. Του αρέσει η μουσική, το σνόουμπορντ και το μπάσκετ, ενώ μιλά τρεις γλώσσες, ελληνικά, γερμανικά και αγγλικά.
Αν και μικρός στην ηλικία έχει πολλές μέχρι στιγμής επιτυχίες στο κανόε σλάλομ, αφού εκτός των άλλων είχε αναδειχθεί μέσα στο 2012 και πρωταθλητής Ευρώπης. Για τις επιτυχίες του αυτές οι Γερμανοί τον τίμησαν με τη βοήθειά τους στην προετοιμασία εντάσσοντάς τον στην προολυμπιακή ομάδα, ενώ μπήκε και στην αστυνομία, θέση που θα αναλάβει μετά το τέλος της καριέρας του, αφού τώρα πληρώνεται κανονικά από την ομοσπονδία του.
Ο Τασιάδης αγωνίζεται με τα Γερμανία, γιατί απλά κανείς μέχρι σήμερα από τη χώρα μας, δεν ενδιαφέρθηκε για την... ύπαρξή του και δεν ασχολήθηκε μαζί του. Μάλιστα όταν ερωτήθηκε από Γερμανούς δημοσιογράφους, αν στην περίπτωση που θα πάρει μετάλλιο στους Ολυμπιακούς, θα κρατά στα χέρια του και τις δύο σημαίες (και αυτή της Ελλάδας), απάντησε ξεκάθαρα "όχι". Όπως έχει δηλώσει, δεν σκοπεύει να επιστρέψει στη χώρα μας, αφού πλέον νιώθει "σπίτι" του τη Γερμανία, τη χώρα που θεωρεί ότι τον πρόσεξε και εκτίμησε τις δυνατότητές του και το πάθος που είχε από μικρή ηλικία για το νερό.
Οι Γερμανοί, όχι μόνο κουνούσαν πονηρά το δάκτυλο δείχνοντας τον Σιδέρη Τασιάδη, αλλά δεν έκρυβαν καν ότι αυτός ο αθλητής θα φθάσει ψηλά. Σε ηλικία μόλις 22 ετών (γεννημένος στις 7 Μαϊου 1990) κατάφερε να ανεβεί στο 2ο σκαλί του βάθρου στους....
Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου στο Κανόε Σλάλομ, τα στιγμή που εμείς στη χώρα μας αναζητούμε ακόμη τον αθλητή ή την αθλήτρια που θα καταφέρει να μπει σ' έναν τελικό.
Ο Τασιάδης αντιμετώπισε με τόλμη μεγάλα ονόματα του αγωνίσματος σε μια δύσκολη πίστα όπως αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων και κατάφερε να κερδίσει το ασημένιο μετάλλιο, δείχνοντας τη στόφα ενός μεγάλου αθλητή.
Γεννήθηκε στο χωριό Κόμαρα κοντά στην Ορεστιάδα και σε ηλικία 10 ετών η οικογένειά του μετανάστευσε στη Γερμανία από τον ακριτικό Έβρο. Από τότε διαμένει μόνιμα στην πόλη 'Αουγκσμπουργκ, όπου και προπονείται. Ανήκει στο σύλλογο «Kanu Schwaben» και γυμνάζεται υπό την επίβλεψη του Κλάους Γκέμπχαρντ και του Γιούργκεν Κόλλερ. Του αρέσει η μουσική, το σνόουμπορντ και το μπάσκετ, ενώ μιλά τρεις γλώσσες, ελληνικά, γερμανικά και αγγλικά.
Αν και μικρός στην ηλικία έχει πολλές μέχρι στιγμής επιτυχίες στο κανόε σλάλομ, αφού εκτός των άλλων είχε αναδειχθεί μέσα στο 2012 και πρωταθλητής Ευρώπης. Για τις επιτυχίες του αυτές οι Γερμανοί τον τίμησαν με τη βοήθειά τους στην προετοιμασία εντάσσοντάς τον στην προολυμπιακή ομάδα, ενώ μπήκε και στην αστυνομία, θέση που θα αναλάβει μετά το τέλος της καριέρας του, αφού τώρα πληρώνεται κανονικά από την ομοσπονδία του.
Ο Τασιάδης αγωνίζεται με τα Γερμανία, γιατί απλά κανείς μέχρι σήμερα από τη χώρα μας, δεν ενδιαφέρθηκε για την... ύπαρξή του και δεν ασχολήθηκε μαζί του. Μάλιστα όταν ερωτήθηκε από Γερμανούς δημοσιογράφους, αν στην περίπτωση που θα πάρει μετάλλιο στους Ολυμπιακούς, θα κρατά στα χέρια του και τις δύο σημαίες (και αυτή της Ελλάδας), απάντησε ξεκάθαρα "όχι". Όπως έχει δηλώσει, δεν σκοπεύει να επιστρέψει στη χώρα μας, αφού πλέον νιώθει "σπίτι" του τη Γερμανία, τη χώρα που θεωρεί ότι τον πρόσεξε και εκτίμησε τις δυνατότητές του και το πάθος που είχε από μικρή ηλικία για το νερό.